κισταφόρος
From LSJ
English (LSJ)
ὁ, one who bears baskets, CIG2052 (Apollonia in Thrace); cf. κιστοφόρος 1.
Greek (Liddell-Scott)
κισταφόρος: κιστοφόρος, Ἐπιγραφ. Ἀπολλωνίας τῆς πρὸς τῷ Εὐξείνῳ Πόντῳ, CIG. 2052.
Greek Monolingual
κισταφόρος, -ον (Α)
κιστοφόρος.