γαμικὸς μοῦνος ἐνὶ φθιμένοις → in a nubile age unique among the dead
κλέπτον: ἴδε κλέπτω, ἐν τέλ.
κλέπτον: βλ. κλέπτω I 2.
κλέπτον: adv. [part. к κλέπτω по-воровски: κ. βλέπειν Arph. смотреть вором; κ. τὸ χρῆμα τἀνδρός! Arph. ну и ворище же!