κλέπτον

From LSJ

γαμικὸς μοῦνος ἐνὶ φθιμένοις → in a nubile age unique among the dead

Source

Greek (Liddell-Scott)

κλέπτον: ἴδε κλέπτω, ἐν τέλ.

Greek Monotonic

κλέπτον: βλ. κλέπτω I 2.

Russian (Dvoretsky)

κλέπτον: adv. [part. к κλέπτω по-воровски: κ. βλέπειν Arph. смотреть вором; κ. τὸ χρῆμα τἀνδρός! Arph. ну и ворище же!