κλαψούρα

From LSJ

πάλαι ποτ' ἦσαν ἄλκιμοι Μιλήσιοι → the Milesians were mighty once

Source

Greek Monolingual

και κλαούρα, η
1. το συνεχές και σιγανό κλάψιμο
2. μεμψιμοιρία, παράπονο, γκρίνια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλάψα + κατάλ. -ούρα, πιθ. κατά το μουρμ-ούρα].