κλαψούρα

From LSJ

Φιλόπονος ἴσθι καὶ βίον κτήσῃ καλόν → Si non laboris te piget, vives bene → Sei arbeitsam, dann hast du reichlich Lebensgut

Menander, Monostichoi, 527

Greek Monolingual

και κλαούρα, η
1. το συνεχές και σιγανό κλάψιμο
2. μεμψιμοιρία, παράπονο, γκρίνια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλάψα + κατάλ. -ούρα, πιθ. κατά το μουρμ-ούρα].