μηδεὶς φοβείσθω τὸν θάνατον → let nobody be afraid of death
η (AM κλείδωσις) κλειδώτο κλείδωμανεοελλ.σημείο σύνδεσης ή άρθρωσης δύο πραγμάτων μεταξύ τουςνεοελλ.-μσν.η άρθρωση τών οστών (α. «κλείδωση του χεριού». β. «κλείδωση στο γόνατο»).