κλειδαριά

From LSJ

Γαστρὸς δὲ πειρῶ πᾶσαν ἡνίαν κρατεῖν → Frenis regendus venter adductis tibi est → Mit straffem Zügel such' zu lenken deinen Bauch

Menander, Monostichoi, 81

Greek Monolingual

η
μηχανική διάταξη με την οποία επιτυγχάνεται το κλείσιμο και η ασφάλιση θύρας ή καλύμματος δοχείου ή άλλου κινητού εξαρτήματος έτσι ώστε να μην μπορεί να ανοιχθεί παρά μόνο με κλειδί ή με σειρά χειρισμών που μπορούν να εκτελεστούν μόνο από γνώστη του μυστικού ή του κώδικα, το κλείθρο, η κλειδωνιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλειδί + κατάλ. -αριά (πρβλ. ζυγαριά, συκωταριά)].