κλεψιμαχώ

From LSJ

Καλὸν τὸ καιροῦ παντὸς εἰδέναι μέτρον → Occasionis nosse res pulchra est modum → Schön ist's, das Maß zu kennen jeder rechten Zeit

Menander, Monostichoi, 273

Greek Monolingual

κλεψιμαχῶ, -έω (Μ)
μάχομαι κρυφά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλεψι- + μαχῶ (< -μάχος < μάχη), πρβλ. μονομαχώ, ξιφομαχώ].