κλινάρι

From LSJ

θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable

Source

Greek Monolingual

το (AM κλινάριον, Μ και κλινάρι[ν]) κλίνη
μικρή κλίνη, κρεβατάκι («τὰ κλινάρια τά ἐνδιδόντα» — τα κρεβατάκια που υποχωρούν στο βάρος, Θεόφρ.)
νεοελλ.-μσν.
(χωρίς υποκορ. σημ.) κλίνη, κρεβάτι.