κλινάρι

From LSJ

πολλὰ μεταξὺ πέλει κύλικος καὶ χείλεος ἄκρου → there is many a slip twixt cup and lip, there's many a slip twixt cup and lip, there's many a slip 'twixt cup and lip, there's many a slip twixt the cup and the lip, there's many a slip 'twixt the cup and the lip

Source

Greek Monolingual

το (AM κλινάριον, Μ και κλινάρι[ν]) κλίνη
μικρή κλίνη, κρεβατάκι («τὰ κλινάρια τά ἐνδιδόντα» — τα κρεβατάκια που υποχωρούν στο βάρος, Θεόφρ.)
νεοελλ.-μσν.
(χωρίς υποκορ. σημ.) κλίνη, κρεβάτι.