Ἦθος ἀνθρώπῳ δαίμων → A man's character is his fate
[Seite 1461] dor. = κνίζω.
κνίσδω: Δωρ. ἀντὶ τοῦ κνίζω.
κνίσδω: Δωρ. αντί κνίζω.