κοιλάτος

From LSJ

Ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → Terrae, ubi versaris peregre, obsequere legibus → Als Fremder folge dem Gesetz des Gastlandes

Menander, Monostichoi, 394

Greek Monolingual

-η, -ο
1. αυτός που έχει μεγάλη κοιλιά
2. ευτραφής, παχύς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοιλ-ιά + κατάλ. -άτος, (αντί κοιλιάτος)].