κοιλάτος

From LSJ

Ἐκ τῶν πόνων τοι τἀγάθ' αὔξεται βροτοῖς → Crescunt labore cuncta bona mortalibus → Das Gute wächst den Sterblichen aus ihrem Müh'n

Menander, Monostichoi, 149

Greek Monolingual

-η, -ο
1. αυτός που έχει μεγάλη κοιλιά
2. ευτραφής, παχύς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοιλ-ιά + κατάλ. -άτος, (αντί κοιλιάτος)].