κοιλάτος

From LSJ

εἶκε θυμοῦ καὶ μετάστασιν δίδουretreat from your anger and allow yourself to change

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
1. αυτός που έχει μεγάλη κοιλιά
2. ευτραφής, παχύς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοιλ-ιά + κατάλ. -άτος, (αντί κοιλιάτος)].