κοινολόγηση
From LSJ
ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)
Greek Monolingual
η
δημοσίευση, κοινοποίηση, γνωστοποίηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινολογῶ. Η λ. μαρτυρείται από το 1821 στο περιοδικό Λόγιος Ερμής].