κοινοποίηση

From LSJ

Greek Monolingual

η (Μ κοινοποίησις) κοινοποιώ
γνωστοποίηση, ανακοίνωση, αναγγελία («η κοινοποίηση τών γάμων»)
νεοελλ.
νομότυπη επίδοση διαδικαστικού ή εξώδικου εγγράφου στο πρόσωπο που αφορά («η κοινοποίηση της κλήσεως ή της εξώσεως»)
μσν.
το να καθιστά κανείς κάτι κοινό κτήμακοινοποίησις βαλαντίου», Ευστ.).