κοινοποίηση
From LSJ
Ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο (πέλει) → Vitae bona duo, sanitas, prudentia → Zwei Lebensgüter sind Gesundheit und Verstand
Greek Monolingual
η (Μ κοινοποίησις) κοινοποιώ
γνωστοποίηση, ανακοίνωση, αναγγελία («η κοινοποίηση τών γάμων»)
νεοελλ.
νομότυπη επίδοση διαδικαστικού ή εξώδικου εγγράφου στο πρόσωπο που αφορά («η κοινοποίηση της κλήσεως ή της εξώσεως»)
μσν.
το να καθιστά κανείς κάτι κοινό κτήμα («κοινοποίησις βαλαντίου», Ευστ.).