κοκκινόμαυρος

From LSJ

Θεὸν ἐπιορκῶν μὴ δόκει λεληθέναι → Deum latere ne putes, quod peieras → Nie, glaub's nur, bleibt vor Gott ein Meineid unbemerkt

Menander, Monostichoi, 253

Greek Monolingual

-η, -ο
κόκκινος και μαύρος («φως έβγαιν' εκείθε κοκκινόμαυρο σαν σκοτωμένο αίμα», Ζερβ.).