Θεὸν ἐπιορκῶν μὴ δόκει λεληθέναι → Deum latere ne putes, quod peieras → Nie, glaub's nur, bleibt vor Gott ein Meineid unbemerkt
-η, -οκόκκινος και μαύρος («φως έβγαιν' εκείθε κοκκινόμαυρο σαν σκοτωμένο αίμα», Ζερβ.).