κολαούζο

From LSJ

Μήποτε γάμει γυναῖκα κοὐκ ἀνοίξεις τάφον → Eris immortalis, si non ducis mulierem → Nimm nie dir eine Frau, erspare dir dein Grab

Menander, Monostichoi, 362

Greek Monolingual

το (μηχανολ.) εργαλείο τών μηχανουργών και σιδηρουργών που χρησιμοποιείται με το χέρι ή με εργαλειομηχανή για τη διάνοιξη εσωτερικών σπειρωμάτων σε οπές μικρής διαμέτρου τα οποία προορίζονται για την εισαγωγή βιδών, ο σπειροτόμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Βλ. κολαούζος].