σπειροτόμος

From LSJ

τὴν οἴησιν ἔλεγε προκοπῆς ἐγκοπήν → he used to say, Opinion forming is the stoppage of progress

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
(μηχανολ.)
1. χειροκίνητο ή μηχανοκίνητο εργαλείο που χρησιμοποιείται για την κοπή σπειρωμάτων στο εσωτερικό τρημάτων μικρής διαμέτρου, προκειμένου τα τελευταία να δεχθούν κοχλίες, αλλ. ελικοτομίδα και κοχλιοτρύπανο, κν. κολαούζο
2. φρ. «μηχανοκίνητοι σπειροτόμοι ενός πάσου» — οι μηχανοκίνητοι σπειροτόμοι, γενικά, διότι εκτελούν τη σπείροτόμηση σε μία φάση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπείρα + -τόμος (< τόμος < τέμνω)].