κολλυβιστήριον
From LSJ
τῶν γὰρ μετρίων πρῶτα μὲν εἰπεῖν τοὔνομα νικᾷ → the first mention of the word moderation wins the game (Euripides, Medea 125f.)
English (LSJ)
τό, money-changer's office, PTeb.485 (ii B.C.).
Greek Monolingual
κολλυβιστήριον, τὸ (Α) κολλυβίζω
το κατάστημα του κολλυβιστή.