Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κομβόλβουλος

From LSJ

Ἀνάπαυσίς ἐστι τῶν κακῶν ἀπραξία → Mali est levamen esse sine negotio → Erleichterung vom Unglück bringt Untätigkeit

Menander, Monostichoi, 644

Greek Monolingual

ο
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών της οικογένειας κομβολβουλίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. convolvulus < λατ. convolvulus < λατ. convolvo «περιτυλίσσω, περιβάλλω»].