κομμίδιον
From LSJ
οὐχὶ σοῦσθ'; οὐκ ἐς κόρακας; οὐκ ἄπιτε; παῖε τῷ ξύλῳ → You will not go? The plague seize you! Will you not clear off? Hit them with your stick!
English (LSJ)
τό, Dim. of κόμμι, Hippiatr. 11, Sch. Nic. Al. 109.
German (Pape)
[Seite 1478] τό, dim. zum Vorigen, 81. B. v. Ἠλεκτρίδες, Schol. Nic. Al. 110 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κομμίδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ κόμμι, Γαλην.
Greek Monolingual
κομμίδιον, τὸ (AM)
υποκορ. του κόμμι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόμμι + υποκορ. κατάλ. -ίδιον].