κονδάπτω

From LSJ

νοῦς γὰρ ἡμῶν ἐστιν ἐν ἑκάστῳ θεός → Mortalium cuique sua mens est deus → In jedem von uns nämlich wirkt sein Geist als Gott

Menander, Monostichoi, 434

Greek Monolingual

κονδάπτω (M)
σκοντάφτω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < σκονδάπτω με σίγηση του αρκτικού σ-].