κονιώ

From LSJ

παραβλύζειν τοῦ οἴνου ἐν τῷ ὕπνωdisgorge wine in one's sleep, belch a bit of wine in one's sleep

Source

Greek Monolingual

(Α κονιῶ, -άω) κονία
επιχρίω με ασβέστη ή με άλλο υλικό (α. «τὰς ἐπάλξεις ἃς κονιῶμεν, καὶ τὰς ὁδοὺς ἐπισκευάζομεν», Δημοσθ.)·β. «τάφοις, κεκονιαμένοις», ΚΔ)
αρχ.
μτφ. κάνω κάτι διαφορετικό χρωματίζοντάς το.