κονκάρδα

From LSJ

οὐ καταισχυνῶ τὰ ὅπλα τὰ ἱερά → I will never bring reproach upon my hallowed arms

Source

Greek Monolingual

και κογκάρδα και κοκάρδα, η
1. μικρό διακριτικό σήμα σε καπέλο, σε ένδυμα ή σε διάφορα βιομηχανικά προϊόντα
2. το εθνόσημο που τοποθετείται πάνω στο πηλήκιο τών στρατιωτικών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. cocarde, θηλ. του cocard < coq «πετεινός»].