Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πηλήκιο

From LSJ

Θεὸν σέβου καὶ πάντα πράξεις εὐθέως (ἐνθέως) → Verehre Gott und alles schaffst du auf der Stell (gotterfüllt) → Verehre Gott, sogleich hast du durchweg Erfolg

Menander, Monostichoi, 229

Greek Monolingual

το, Ν
είδος καπέλου με γείσο τών στρατιωτικών, αστυνομικών, μαθητών και άλλων κοινωνικών κατηγοριών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πηλήκ-ιον υποκορ. του αρχ. πήληξ «κράνος». Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στον Γρ. Χαντσερή].