κοντούλης
From LSJ
νᾶφε καὶ μέμνασ' ἀπιστεῖν → keep a clear head and remember not to believe a thing (Epicharmus fr. 250)
Greek Monolingual
-α, -ικο
1. κάπως κοντός, κοντούτσικος
2. το θηλ. ως ουσ. η κοντούλα
εκλεκτή ποικιλία αχλαδιάς και του καρπού της, αλλ. κοντοποδαρούσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοντός (Ι) + υποκορ. κατάλ. -ούλης].