κοντόλογος

From LSJ

Δὶς ἐξαμαρτεῖν ταὐτὸν οὐκ ἀνδρὸς σοφοῦ → Qui sapit, eundem non bis errabit modum → Den selben Fehler zwei Mal macht kein kluger Mann

Menander, Monostichoi, 121

Greek Monolingual

κοντόλογος, -η, -ον (Μ)
βραχύλογος, σύντομος, περιληπτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικά < κοντολογώ].