κοντόλογος
From LSJ
Δὶς ἐξαμαρτεῖν ταὐτὸν οὐκ ἀνδρὸς σοφοῦ → Qui sapit, eundem non bis errabit modum → Den selben Fehler zwei Mal macht kein kluger Mann
Greek Monolingual
κοντόλογος, -η, -ον (Μ)
βραχύλογος, σύντομος, περιληπτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικά < κοντολογώ].