κοντόπαχος

From LSJ

μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
παχύς και συγχρόνως κοντός στο ανάστημα, κοντόχοντρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ό)- + -παχος < παχύς), πρβλ. άπαχος, τετράπαχος].