κοπραγωγώ

From LSJ

τάλαιναι κόραι Φαέθοντος οἴκτῳ δακρύων τὰς ἠλεκτροφαεῖς αὐγάς → girls, in grief for Phaethon, drop the amber radiance of their tears

Source

Greek Monolingual

κοπραγωγῶ, -έω (Α) κοπραγωγός
μεταφέρω κόπρο.