κοπραγωγώ

From LSJ

ἄνθρωποι κενεῆς οἰήσιος ἔμπλεοι ἀσκοί → oh men, wineskins full of empty opinion

Source

Greek Monolingual

κοπραγωγῶ, -έω (Α) κοπραγωγός
μεταφέρω κόπρο.