κοπροπιγούνα

From LSJ

ἤπειρον εἰς ἄπειρον ἐκβάλλων πόδα → departing to the limitless mainland

Source

Greek Monolingual

κοπροπιγούνα, ή και κοπροπιγούνιν, τὸ (Μ)
πιγούνι λερωμένο με ακαθαρσίες, βρόμικο.