ἤπειρον εἰς ἄπειρον ἐκβάλλων πόδα → departing to the limitless mainland
κοπροπιγούνα, ή και κοπροπιγούνιν, τὸ (Μ)πιγούνι λερωμένο με ακαθαρσίες, βρόμικο.