κοπρόσκυλο

From LSJ

ἱκανὰ τοῖς πολεμίοις ηὐτύχηται → the enemies have had success enough

Source

Greek Monolingual

το
1. σκυλί που ζει στη βρομιά, που δεν είναι ράτσας και γυρίζει αδέσποτο, κοπρίτης
2. (για πρόσ.) μτφ. οκνηρός, τεμπέλης, τεμπελόσκυλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + -σκυλο (< σκυλί), πρβλ. κυνηγόσκυλο, τεμπελόσκυλο].