κορακόμορφος

From LSJ

πᾶσα σοφία παρὰ Κυρίου καὶ μετ᾿ αὐτοῦ ἐστιν εἰς τὸν αἰῶνα → all wisdom comes from the Lord, she is with him for ever

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που έχει μορφή κόρακα, κορακοειδής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόρακας + -μορφος (< μορφή), πρβλ. ερυθρόμορφος, ταινιόμορφος].