κορακόμορφος
From LSJ
ὁ ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends
Greek Monolingual
-η, -ο
αυτός που έχει μορφή κόρακα, κορακοειδής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόρακας + -μορφος (< μορφή), πρβλ. ερυθρόμορφος, ταινιόμορφος].