κόρακας
αἵ τε γὰρ συμφοραὶ ποιοῦσι μακρολόγους → For, in addition, our misfortunes make us long-winded (Appian, Libyca 389.3)
Greek Monolingual
κόρακας, κόρακα και κοράκου και κόραξ, κόρακος, ο (ΑM κόραξ, κόρακος)
1. ονομασία, κοινή σήμερα, πτηνών που σύμφωνα με τη σύγχρονη ταξινόμηση ανήκουν στην οικογένεια κορακίδες (α. «μόνον κρωγμός κόρακος ηκούσθη κάπου», Παπαδ.
β. «ὃς οὐ συνίει κόραξι καὶ λύκοις χαριζόμενος», Λουκιαν.)
2. καμπυλωτό ραμφοειδές σιδερένιο μηχάνημα που χρησιμεύει ως μάνταλο θύρας
3. αγκιστροειδές σιδερένιο όργανο, γάντζος, αρπάγη
4. καθετί που προεξέχει και μοιάζει με το ράμφος του ομώνυμου πτηνού
5. φρ. «(άι) στον κόρακα» ή «ἐς κόρακας»
(ως κατάρα) στον διάβολο («ἐξελῶ σ' ἐς κόρακας ἐκ τῆς οἰκίας», Αριστοφ.)
νεοελλ.
1. (αστρον.) μικρός αστερισμός του νότιου ημισφαιρίου που βρίσκεται μεταξύ τών αστερισμών του Κρατήρος, της Παρθένου, της Ύδρας και του Ζυγού
2. ναυτ. κοινή ονομασία τών δύο ακρότατων τμημάτων τών πλοίων, ιδίως τών ξύλινων ιστιοφόρων και τών λέμβων
3. λίθος τοίχου που προεξέχει και χρησιμεύει στη σύνδεση με άλλον κτισμένο τοίχο
4. φρ. α) (γι' αυτούς που ενοχλούν με τις φωνές ή με τον βήχα τους) «κόρακας να σέ κόψει» ή «βγάλε τον κόρακα» — βούλωσέ το, σκασμός
β) «έφαγε τον κόρακα» — έφαγε υπερβολικά
γ) «κόρακος σκοπή»
ναυτ. σκοπιά στο κατά το δυνατόν υψηλότερο μέρος του πρωραίου ιστού, αλλ. κορακοφωλιά
5. παροιμ. α) «κόρακας κοράκου μάτι δεν βγάζει» — υπάρχει αλληλεγγύη μεταξύ πονηρών και κακόβουλων ανθρώπων
β) «όταν ασπρίσει ο κόρακας και γίνει περιστέρι» — λέγεται για περιπτώσεις που είναι αδύνατο να πραγματοποιηθεί κάτι
γ) «από τον κόρακα κρα μόνο θ' ακούσεις» — από κακό άνθρωπο μην περιμένεις καλά λόγια ή πράξεις
αρχ.
1. είδος μεγάλου υδρόβιου πτηνού («καὶ ὁ καλούμενος κόραξ
οὗτος δ' ἐστὶ τὸ μέγεθος μὲν οἷον πελαργός, πλὴν τὰ σκέλη ἔχει ἐλάττω», Αριστοτ.)
2. ονομασία αστερισμού
3. πολιορκητική μηχανή με σχήμα μεγάλης αρπάγης που χρησίμευε για κατεδάφιση τειχών
4. είδος βασανιστήριου οργάνου
5. καμπυλωτή αιχμή χειρουργικού εργαλείου
6. το ράμφος του πετεινού
7. είδος ψαριού
8. παροιμ. «λευκὸς κόραξ» — λεγόταν για κάτι ανήκουστο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ΙΕ ρίζα ker- / kor, προϊόν ηχομιμήσεως. Συνδέεται με άλλα ονόματα πουλιών που ανάγονται στην ίδια ρίζα, όπως τα ελλ. κόραφος, κορώνη και τα λατ. corvus «κοράκι», cornix «κορώνη». Η κατάλ. -αξ, συνήθης στην αρχ. καθομιλουμένη, πιθανόν να προήλθε από θ. παρεκτεταμένο με φωνηεντικό -n-, που εμφανίζεται επίσης στα κόραφος, cornix (< kor-n-).
ΠΑΡ. κοράκι(ον), κορακίας
αρχ.
κορακεύς, κορακησία, κορακήσιον, κορακίας, κορακίσκος, κορακιστί, κορακώ, κορακώδης, κοραξός
αρχ.-μσν.
κορακίνος
μσν.
κορακικώς, κορακούδι
νεοελλ.
κορακόπουλο.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) κορακοειδής, κορακόφωνος
νεοελλ.
κορακόβηχας, κορακοζώητος, κορακόζωος, κορακοκέφαλος, κορακόμορφος, κορακοφωλιά. (Β' συνθετικό) νυκτικόραξ (νυχτοκόρακας)
αρχ.
οστοκόραξ, παιδοκόραξ, πετροκόραξ, πυρροκόραξ
νεοελλ.
μαυροκόρακας, φαλακροκόρακας].