κορύμβιον

From LSJ

Ἐκ τῶν πόνων τοι τἀγάθ' αὔξεται βροτοῖς → Crescunt labore cuncta bona mortalibus → Das Gute wächst den Sterblichen aus ihrem Müh'n

Menander, Monostichoi, 149
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κορύμβιον Medium diacritics: κορύμβιον Low diacritics: κορύμβιον Capitals: ΚΟΡΥΜΒΙΟΝ
Transliteration A: korýmbion Transliteration B: korymbion Transliteration C: korymvion Beta Code: koru/mbion

English (LSJ)

τό, Dim. of
A κόρυμβος III, Dsc.3.94.
II = λυχνὶς στεφανωματική, Ps.-Dsc.3.100.

Greek Monolingual

κορύμβιον, τὸ (Α)
1. (υποκορ. του κόρυμβος) μικρός λοφίσκος άνθους ή καρπού κισσού
2. το φυτό λυχνίς η στεφανωματική.