Ἐκ τῶν πόνων τοι τἀγάθ' αὔξεται βροτοῖς → Crescunt labore cuncta bona mortalibus → Das Gute wächst den Sterblichen aus ihrem Müh'n
Full diacritics: κορύμβιον | Medium diacritics: κορύμβιον | Low diacritics: κορύμβιον | Capitals: ΚΟΡΥΜΒΙΟΝ |
Transliteration A: korýmbion | Transliteration B: korymbion | Transliteration C: korymvion | Beta Code: koru/mbion |
τό, Dim. of
A κόρυμβος III, Dsc.3.94.
II = λυχνὶς στεφανωματική, Ps.-Dsc.3.100.
κορύμβιον, τὸ (Α)
1. (υποκορ. του κόρυμβος) μικρός λοφίσκος άνθους ή καρπού κισσού
2. το φυτό λυχνίς η στεφανωματική.