κοσμιαίος

From LSJ

Τάς θύρας, τάς θύρας. Ἐν σοφία πρόσχωμεν. → the doors, the doors, in wisdom let us attend | The doors! The doors! In wisdom, let us be attentive!

Source

Greek Monolingual

κοσμιαῖος, -αία, -ον (Α) κόσμος
αυτός που έχει μέγεθος όσο και ο κόσμος, το σύμπαν.