κοσμογυρισμένος

From LSJ

γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → women know nothing except from what they want

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
1. αυτός που έχει ταξιδέψει σε πολλά μέρη
2. μτφ. πολύ έμπειρος.