κοσμοθεωρία

From LSJ

ὁκόταν οὖν ταῦτα πληρωθέωσιν, ἐμωρώθη ἡ καρδίη· εἶτα ἐκ τῆς μωρώσιος νάρκη· εἶτ' ἐκ τῆς νάρκης παράνοια ἔλαβεν → now when these parts are filled, the heart becomes stupefied, then from the stupefaction numb, and finally from the numbness these women become deranged

Source

Greek Monolingual

η
φιλοσοφική θεωρία για τον κόσμο και τους γενικούς νόμους που τον διέπουν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο)- + θεωρία. Η λ. είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γερμ. Weltanschauung].