κοσμοκαλόγερος

From LSJ

Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖModestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist

Menander, Monostichoi, 328

Greek Monolingual

ο
1. αυτός που έλαβε το μοναχικό σχήμα και δεν ζει στο μοναστήρι αλλά έξω, στον κόσμο
2. λαϊκός ο οποίος ζει ασκητική ζωή.