κοσμοκαλόγερος

From LSJ

ὃ σὺ μισεῖς ἑτέρῳ μὴ ποιήσεις → don't do to others what you don't want them to do to you

Source

Greek Monolingual

ο
1. αυτός που έλαβε το μοναχικό σχήμα και δεν ζει στο μοναστήρι αλλά έξω, στον κόσμο
2. λαϊκός ο οποίος ζει ασκητική ζωή.