κοτυλισμός
From LSJ
πρότερον χελώνη παραδραμεῖται δασύποδα → ere that, the tortoise shall outrun the hare | sooner will a tortoise outrun a rough-foot | sooner will a tortoise outrun a hare
English (LSJ)
ὁ, sale by retail of oil, Stud.Pal.22.177.23 (ii A. D.).
Greek Monolingual
κοτυλισμός, ὁ (Α) κοτυλίζω
λειανική πώληση.