κουβαλεύω

From LSJ

Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch

Menander, Monostichoi, 422

Greek Monolingual

κοβαλεύω (Α)
μεταφέρω, κουβαλώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόβαλος. Ας σημειωθεί ότι από το κουβαλεύω (μσν. τ. του κοβαλεύω) προέκυψε το νεοελλ. κουβαλώ].