κοβαλεύω

From LSJ

ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοβᾱλεύω Medium diacritics: κοβαλεύω Low diacritics: κοβαλεύω Capitals: ΚΟΒΑΛΕΥΩ
Transliteration A: kobaleúō Transliteration B: kobaleuō Transliteration C: kovaleyo Beta Code: kobaleu/w

English (LSJ)

carry as a porter, χόρτον POxy.146 (vi A.D.); θρύα εἰς οἶκον PLond.1.131r.296 (i A.D.), cf. EM524.28, Suid.

German (Pape)

[Seite 1464] Koboldsstreiche machen, Possenreißer sein u. durch Schmeichelei betrügen, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

κοβᾱλεύω: φέρομαι ὡς κόβαλος, Ἐτυμ. Μέγ. 524. 28, Σουΐδ.

Greek Monolingual

κοβαλεύω (Α)
μεταφέρω, κουβαλώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόβαλος. Ας σημειωθεί ότι από το κουβαλεύω (μσν. τ. του κοβαλεύω) προέκυψε το νεοελλ. κουβαλώ].