κουκουβάγια

From LSJ

Καλὸν φέρουσι καρπὸν οἱ σεμνοὶ τρόποι → Mores decori frugis est pulchrae seges → Ein ehrbarer Charakter bringt willkommne Frucht

Menander, Monostichoi, 303

Greek Monolingual

και κουκκουβάγια, η (Μ κουκουβάγια και κουκουβάγη και κουκουβάϊα και κουκουβία)
ονομασία, κοινή σήμερα, νυκτόβιων αρπακτικών γλαυκόμορφων πτηνών
νεοελλ.
1. βοτ. κοινή ονομασία του χρυσάνθεμου τών σιταγρών, αλλ. αγρομαντιλίδα, τσιτσιμπάλα
2. παροιμ. «άλλα τα μάτια του λαγού κι άλλα της κουκουβάγιας» — λέγεται για πράγματα που έχουν τελείως άνιση αξία και δεν μπορούν να συγκριθούν.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ηχομιμητική λ., από τη φωνή του πουλιού αυτού].