κουμπούρι
From LSJ
οὐ γὰρ συμφύεται τὰ πεπηγότα ὤσπερ τὰ ὑγρά (Aristotle, Meteorologica 348a.14) → since solid bodies/frozen drops cannot coalesce like liquid ones
Greek Monolingual
το
1. (στο παρελθόν) περιστήθιο ένδυμα με πολλά κουμπιά
2. φαρέτρα
3. κουμπούρα, περίστροφο, πιστόλι («σέρνει τουφέκι σισανέ κι εγγλέζικα κουμπούρια», Πολίτ.)
4. στον πληθ. τα κουμπούρια
μτφ. οι μαστοί, τα βυζιά («Μαριώ μου, τα κουμπούρια σου με τί τά 'χεις γιομάτα», δημ. δίστιχο)
5. φρ. «το 'κοψε κουμπούρι» ή «πάει κουμπούρι» — έφυγε κρυφά και τρέχοντας με μεγάλη ταχύτητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κουμπί + κατάλ. -ούρι. Η σημ. «πιστόλι» οφείλεται στο ότι το όπλο αυτό το έβαζαν μέσα στο περιστήθιο ένδυμα].