περιστήθιο

From LSJ

οὐκ ἐᾷ με καθεύδειν τὸ τοῦ Μιλτιάδου τρόπαιον → Miltiades' trophy does not let me sleep

Source

Greek Monolingual

το / περιστήθιος, -ον, ΝΑ
νεοελλ.
1. ένδυμα που φορούν οι γυναίκες εσωτερικά και περιβάλλει το στήθος τους, στηθόδεσμος, κν. σουτιέν
2. (σχετικά με ιπποσκευή) το προστερνίδιο, η μπροστινέλα
αρχ.
1. ως επίθ. αυτός που τοποθετείται γύρω από το στήθος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ περιστήθιον
ζωστήρας του στήθους στολισμένος με πολύτιμους λίθους που τον φορούσαν οι αρχιερείς τών Ιουδαίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + στῆθος (πρβλ. επιστήθιος, μετα-στήθιος)].