περιστήθιο

From LSJ

Ὡς πάντα τιμῆς ἐστι πλὴν τρόπου κακοῦ → Ut cuncta nunc sunt cara, nisi mores mali → Charakterlosigkeit allein bleibt ohne Ehr

Menander, Monostichoi, 559

Greek Monolingual

το / περιστήθιος, -ον, ΝΑ
νεοελλ.
1. ένδυμα που φορούν οι γυναίκες εσωτερικά και περιβάλλει το στήθος τους, στηθόδεσμος, κν. σουτιέν
2. (σχετικά με ιπποσκευή) το προστερνίδιο, η μπροστινέλα
αρχ.
1. ως επίθ. αυτός που τοποθετείται γύρω από το στήθος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ περιστήθιον
ζωστήρας του στήθους στολισμένος με πολύτιμους λίθους που τον φορούσαν οι αρχιερείς τών Ιουδαίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + στῆθος (πρβλ. επιστήθιος, μετα-στήθιος)].