κουμπώνω
From LSJ
Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut
Greek Monolingual
κουμπί
1. προσαρμόζω κουμπί στην οπή του
2. μέσ. κουμπώνομαι
α) κλείνω το φόρεμά μου με κουμπιά
β) μτφ. γίνομαι διστακτικός, έχω αμφιβολίες, γίνομαι απρόθυμος, κλείνομαι στον εαυτό μου.