κουμπώνω

From LSJ

φοβοῦ τὸ γῆρας, οὐ γὰρ ἔρχεται μόνον → fear old age, for it never comes alone

Source

Greek Monolingual

κουμπί
1. προσαρμόζω κουμπί στην οπή του
2. μέσ. κουμπώνομαι
α) κλείνω το φόρεμά μου με κουμπιά
β) μτφ. γίνομαι διστακτικός, έχω αμφιβολίες, γίνομαι απρόθυμος, κλείνομαι στον εαυτό μου.