φοβοῦ τὸ γῆρας, οὐ γὰρ ἔρχεται μόνον → fear old age, for it never comes alone
κουμπί1. προσαρμόζω κουμπί στην οπή του2. μέσ. κουμπώνομαια) κλείνω το φόρεμά μου με κουμπιάβ) μτφ. γίνομαι διστακτικός, έχω αμφιβολίες, γίνομαι απρόθυμος, κλείνομαι στον εαυτό μου.