κουμπώνω
From LSJ
Greek Monolingual
κουμπί
1. προσαρμόζω κουμπί στην οπή του
2. μέσ. κουμπώνομαι
α) κλείνω το φόρεμά μου με κουμπιά
β) μτφ. γίνομαι διστακτικός, έχω αμφιβολίες, γίνομαι απρόθυμος, κλείνομαι στον εαυτό μου.
κουμπί
1. προσαρμόζω κουμπί στην οπή του
2. μέσ. κουμπώνομαι
α) κλείνω το φόρεμά μου με κουμπιά
β) μτφ. γίνομαι διστακτικός, έχω αμφιβολίες, γίνομαι απρόθυμος, κλείνομαι στον εαυτό μου.