κουνουπίδι

From LSJ

γενέται καὶ πατρὶς ἔχουσιν ὀστέα → my parents and my fatherland have my bones

Source

Greek Monolingual

το (Μ κουνουπίδι[ν])
κοινή ονομασία του φυτού Brassica oleracea.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < κανωπίδιον, υποκορ. του ουσ. κάνωπον «το φυτό κουφοξυλιά», λόγω της ομοιότητας τών δύο φυτών].