κουρδιστήρι

From LSJ

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source

Greek Monolingual

και κουρντιστήρι, το κουρδίζω
1. όργανο για το κούρδισμα μουσικών οργάνων
2. ειδικό συστρεφόμενο εξάρτημα που χρησιμεύει για τη συσπείρωση του ελατηρίου ρολογιού ή άλλης μηχανής εφοδιασμένης με ελατήριο.